- ὑπερασπίζοντας
- ὑπερασπίζωcover with a shieldpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
νουβέλ βαγκ — το κινημ. ονομασία που δόθηκε από τους κριτικούς σε ορισμένους Γάλλους σκηνοθέτες τού κινηματογράφου το 1958 οι οποίοι αντιδρούσαν στις ώς τότε δομές τού γαλλικού κινηματογράφου και γύρισαν δικές τους ταινίες υπερασπίζοντας τον «κινηματογράφο τού … Dictionary of Greek
προπονώ — προπονῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. προγυμνάζω αθλητή ή αθλητική ομάδα προκειμένου να διεκδικήσει τη νίκη σε έναν αγώνα 2. μέσ. προπονούμαι κάνω προπόνηση αρχ. 1. κοπιάζω προηγουμένως 2. κοπιάζω για χάρη κάποιου ή υπερασπίζοντας κάποιον 3. μοχθώ για να… … Dictionary of Greek
πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… … Dictionary of Greek
στρατιωτοτόπιον — και στρατιωτόπιον, τὸ, Μ συν. στον πληθ. τὰ στρατιωτοτόπια και στρατιωτόπια (στο Βυζ.) οι εκτάσεις γης που βρίσκονταν κοντά στη μεθόριο και τις οποίες το κράτος παραχωρούσε δωρεάν στους στρατιωτικούς για να εγκατασταθούν εκεί μαζί με τις… … Dictionary of Greek
συναπολογούμαι — έομαι, Α 1. απολογούμαι από κοινού ή υπερασπίζω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον ή κάτι μαζί με κάτι άλλο («οἱ τούτῳ παριόντες... συναπολογήσονται», Δημοσθ.) 2.φρ. «συναπολογοῡμαι τοῑς νόμοις» υπερασπίζω τον εαυτό μου υπερασπίζοντας το κύρος τών… … Dictionary of Greek
υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ … Dictionary of Greek
υπερφθίνομαι — Α πεθαίνω υπερασπίζοντας κάποιον, πεθαίνω για κάποιον («ὑπερέφθιτο πατρός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φθίνομαι «πεθαίνω, καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… … Dictionary of Greek